κρουαζιερόπλοιο

κρουαζιερόπλοιο
το
ειδικό πλοίο με το οποίο γίνονται κρουαζιέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κρουαζιέρα + πλοίο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. croiser].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”